Δημιουργική Γραφή

Από το τμήμα Γ4

dhmiourgiki grafhΤα κείμενα που ακολουθούν γράφτηκαν ως συνέχεια του ημιτελούς διηγήματος του Κ. Θεοτόκη ‘Η  τέχνη του αγιογράφου’ , μετά την ολοκλήρωση της ανάλυσης-επεξεργασίας του κειμένου . Καθώς τα παιδιά είχαν κουραστεί   από τα τηλεμαθήματα,  συμφωνήσαμε  να κάνουμε τον Ιανουάριο  έναν διαγωνισμό  δημιουργικής γραφής με κριτές αποκλειστικά τους μαθητές/τριες, έτσι, για να ξεφύγουμε λίγο από την ανία και την παραίτηση. Παρατίθενται παρακάτω  τα τρία κείμενα  που συγκέντρωσαν την υψηλότερη βαθμολογία.  Όπως φαίνεται από το αποτέλεσμα, οι μαθήτριες είχαν έμπνευση, μεράκι και φαντασία .  Έκαναν έρευνα ακόμη και για λέξεις του τοπικού ιδιώματος!  Οι δικές μου επεμβάσεις ήταν ελάχιστες, αποκλειστικά  στην ορθογραφία και τη στίξη. 
Π.Καμμένου
 
Η συνέχεια  από την    ΚΑΤΣΑΒΟΥΝΗ ΧΡΙΣΤΙΝΑ
Ύστερα από δύο μέρες ο νεαρός έπρεπε να πάει να παραδώσει ένα έργο τους σε ένα αρχοντικό σπίτι λίγο πιο έξω από το χωριό. Όταν έφτασε σε εκείνο το αρχοντόσπιτο, κοιτούσε συνεχώς έξω από το παράθυρο τα χωράφια που έσπερναν οι ιδιοκτήτες τους. Οι πλούσιοι κάτοχοι αυτού του σπιτιού είδαν τον νεαρό πόσο προσηλωμένος ήταν και τον ρώτησαν αν θα ήθελε να δουλέψει γι’ αυτούς στα δικά τους κτήματα, εφόσον αποζητούσαν έναν εργάτη . Αυτός, χωρίς να το σκεφτεί καλά, απάντησε θετικά και από την επόμενη μέρα κιόλας θα άρχιζε δουλειά .Σ τον δρόμο της επιστροφής τον είχε λούσει κρύος ιδρώτας για το πώς θα το ανακοίνωνε στον πατέρα του .Τελικά αποφάσισε ότι η πιο εύκολη λύση ήταν να μην του το πει καν.
     Το επόμενο πρωί,  λέγοντας ψέματα στον πατέρα του ότι θα παρέδιδε έναν πίνακα πήγε στη νέα του δουλειά .Όταν έφτασε εκεί, οι υπόλοιποι εργάτες του έδειξαν τα βασικά και άρχισε απευθείας .Την έκανε πολύ καλά τη δουλειά του και ήταν αρκετά ευδιάθετος που του δόθηκε η ευκαιρία να εκπληρώσει το όνειρο του .Γύρισε στο σπίτι του το βράδυ και ο γέρος του  άρχισε να τον ανακρίνει, αλλά  ο γιος  κατάφερε να μην αποκαλύψει την πραγματική αιτία που άργησε.
     Πέρασαν αρκετές μέρες χωρίς να αποκαλυφθεί το μυστικό του, ώσπου ένα πρωινό ο πατέρας του τον καθυστέρησε, για  να τελειώσουν έναν πίνακα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αργήσει στη δουλειά του και τα αφεντικά του να τον τιμωρήσουν  βάναυσα .Όταν λοιπόν επέστρεψε από αυτή τη σκληρή μέρα σπίτι, δεν μπορούσε να το κρύψει από τον πατέρα του λόγω των πληγών που υπήρχαν σε όλο του το σώμα. Του είπε τότε την αλήθεια, δηλαδή ότι άρχισε να δουλεύει ως αγρότης και ο πατέρας του δεν αντέδρασε καθόλου. Μετά από λίγη ώρα, βλέποντας στα μάτια του γιου τον πόνο του, αποκάλυψε κάτι που δεν περίμενε να ακούσει ποτέ ο νεαρός:
 -Ξέρεις και εγώ όταν ήμουν στην ηλικία σου εργαζόμουν ως αγρότης, αλλά έπαθα αυτό που έπαθες και εσύ .Οι πλούσιοι μας φέρονταν ως δούλους και μας χτυπούσαν για όποια αναποδιά και αν κάναμε. Ήταν και εμένα ο κρυφός μου πόθος, αλλά μετά από όλα αυτά που είχα πάθει το πάθημα μου έγινε μάθημα και είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι δεν θα περνούσε η οικογένειά μου τις ίδιες κακουχίες με εμένα. Γι’ αυτόν τον λόγο άρχισα να εργάζομαι ως αγιογράφος, ώστε να έχουμε μία όμορφη ζωή, χωρίς προβλήματα .Τώρα λοιπόν βλέπω από ποιον πήρες το χαρακτηριστικό του να μην τα παρατάς εύκολα.
   Ο γιος είχε μείνει άναυδος από τις δηλώσεις του πατέρα του και απλά, χωρίς να πουν τίποτα, αγκαλιάστηκαν .Ο γιος θέλοντας να αποκριθεί απλά είπε:
 -Δεν ήξερα όλο αυτό το παρελθόν σου πατέρα αλλά εμένα μου αρέσει η δουλειά με την οποία ασχολούμαι και αυτός ήταν ένας από τους κυριότερους στόχους της ζωής μου, να κάνω τη δουλειά που μου αρέσει .Οπότε έχω να σου πω ένα μεγάλο ευχαριστώ που δεν μου έβαλες τις φωνές αλλά και ένα μεγάλο συγγνώμη που δεν θα ακολουθήσω την παράδοσή μας και τη συμβουλή σου.
Ο πατέρας του απλά του είπε ότι θα έπρεπε να προσέχει και ότι είναι το ίδιο χαρούμενος με αυτόν που είναι ευτυχισμένος .Ο νεαρός φυσικά μετά από πολύ καιρό ξαναχαμογέλασε και συνέχισε να δουλεύει ως αγρότης.

 Η συνέχεια του διηγήματος από τη    ΣΟΦΙΑ ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ
…………Μα εκεί που καθότανε, ξαφνικά σηκώθηκε και εχτύπησε το πόδι του κάτω.
<< Όχι >>, φώναξε, <<τούτη ζωή δεν είναι >>. Από οργή κυριεύτηκε, φοβέρα πήραν οι περαστικοί και αυτός, ωσάν άνεμος έτρεξε στο σπίτι. Μόλις έφτασε, ξέσπασε σε φωνές. <<Γιατί μου το κάμεις αυτό πατέρα; Με δυστυχιά με γέμισες και ακόμα συνεχίζεις. Γονιός είσαι εσύ ή εχθρός; Πατέρας να σου λάχει…. >>. Αυτά λέγοντας του’ριξε  αμπωσιά γερή και άρπαξε το καντήλι. Θόλωσε το μυαλό του, λες και μπήκε μέσα του το κακό. Με το καντήλι, φωτιά έβαλε στα έργα του πατέρα και μπροστά στα μάτια του ανήμπορου γέρου έγινε στάχτη ολόκληρη η ζωή του. Σαν το είδε αυτό ο πατέρας, έπιασε την καρδιά του και στο πάτωμα σωριάστηκε απ’ τον πόνο. Την στιγμή εκείνη στάθηκε ο γιος και επήγε γοργά κοντά του. <<Τι έκανα!!! Πατέρα μου, κρατήσου, τον γιο σου μην αφήνεις >>. Μα πλέον ήταν αργά.  
  Τούτη η μέρα άλλαξε τα πάντα. Ο ίδιος έμεινε ορφανός και χ ήρα η άκλερη μάνα του. Από την ντροπή του ούτε στην κηδεία του πατέρα του δεν επήγε, όλο το χωριό κατάρες του’δινε.  Μα πιο πολύ τον επλήγωσαν τα λόγια της μάνας του. <<Ανεμοκάψου ,δεν θέλω να σε ξέρω, εσύ γιος μου πια δεν είσαι! Εγκληματίας έγινες και αγάπη μέσα σου δεν έχεις, χάσου γρήγορα! >>.
   Τα χρόνια πέρασαν, αμέτρητες μέρες έφυγαν μα η οδύνη και οι ενοχές από την ψυχή του γιου δεν έφυγαν… Στο βουνό επήγε και στο χωριό ξανά δεν πάτησε. Πλέον δεν ένιωθε, ήταν ψυχικά νεκρός και τίποτα δεν έκαμε, παρά να κρύβεται. Ήρθε όμως η μέρα που ανατράπηκαν όλα. Η νύχτα είχε πέσει  και αυτός πλάγιασε να κοιμηθεί, μετά από μια μέρα όπως τις υπόλοιπες. Μα είδε ένα όνειρο απίστευτο. Είδε τον πατέρα του να τον ορμηνεύει: <<Γιε μου, προχώρα, ακολούθα το φως, σε συγχωρώ. Μένει μόνο να συγχωρέσεις και εσύ τον εαυτό σου. Χρόνια έχεις πολλά ακόμα, ζήσε, και που ξέρεις, μπορεί να ανταμώσουμε ξανά >>,του είπε και τότε εξύπνησε. Τα μάτια του έτριψε, ντύθηκε και επήρε τον δρόμο για το άγνωστο, ακολουθώντας το φως του ήλιου.

Η συνέχεια από την    ΠΑΧΟΥΜΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ
  …….Εκεί βρήκε μια γωνίτσα, για να ανάψει το τσιγάρο του και, καθώς σιγά-σιγά το φούμαρε, σκεφτόταν, σκεφτόταν όσα αυτός λαχταρούσε: ένα χωραφάκι, κάτι ζωντανά, ίσως και μία γυναικούλα να τον φροντίζει και, προπάντων, να ήταν ελεύθερος από αυτή την φυλακή, που τον ακολουθούσε όπου και να πήγαινε. Κι εκεί ξάφνου του ήρθε η τρελή ιδέα  να μιλήσει στον πατέρα. Η μάνα θα καταλάβαινε, αλλά ο πατέρας ήταν το δύσκολο και από την άλλη το θάρρος, θα το εύρισκε ή όχι; Ίσως λίγο πριν αρχίσει ο εσπερινός ή όχι;
   Πέρασε η ώρα, αχνοφάνηκε ο πατέρας και στο πλάι του η μητέρα. Ένιωθε έτοιμος, ήταν έτοιμος, δεν άντεχε άλλο, σκεφτόταν ότι, εάν δεν το έκανε τώρα, πότε θα έβρισκε την ευκαιρία να το κάνει; Και τότε οι λέξεις βγήκαν από μόνες τους.

- Πατέρα, δεν αντέχω άλλο την τέχνη του αγιογράφου, σφίγγομαι, νιώθω εγκλωβισμένος.
- Τι λες παιδί μου, τα έχουμε πει αυτά, δεν θα σταματήσουμε  το πατροπαράδοτο επάγγελμα  για ένα νεανικό πείσμα.    
- Δεν είναι πείσμα πατέρα, όνειρα είναι, που τα λαχταράω μία ζωή.
 - Συγκεντρώσου αγόρι μου, έλα πάμε στην εκκλησιά , μήπως και ρθεις στα συγκαλά σου.
 - Τι δεν καταλαβαίνεις ; Όχι, δεν θέλεις να καταλάβεις. Τι σου έχω κάνει ; Θα έπρεπε να με στηρίζεις.
 - Σε στηρίζω με το παραπάνω. Και τι θες να γίνεις, σαν τους άλλους αγρότης και να γκρεμίσεις σε μια στιγμή όλα αυτά που έχτισε η οικογένεια μας; Ντρέπομαι για σένα, ειλικρινά.
 - Όχι πατέρα, σου το είπα μια, σου το είπα δυο, αλλά εσύ δεν θέλεις να με καταλάβεις, θα στο κάνω πιο εύκολο, θα φύγω, για να μην ντρέπεσαι που είμαι γιος σου.
 - Τι λες παιδί μου; Πού θα μας αφήσεις εδώ μόνους μας; ρώτησε η μητέρα
 - Ας τον γυναίκα, αφού έτσι επέλεξε, ας τον.  Αλλά εμένα ούτε ζωγραφιστό δε θα με δει ξανά….

Και αφού πατέρας και γιος αντάλλαξαν βαριές κουβέντες, έφυγαν, χαράσσοντας  χωριστούς δρόμους...
Και τα χρόνια πέρασαν, ο γιος εργάστηκε σκληρά,  μόχθησε  και γνώρισε από πρώτο χέρι την δουλειά που τόσο πολύ ποθούσε. Παρά τις δυσκολίες, συνέχιζε ακάθεκτος και μια μέρα μάλιστα κατάφερε να πραγματοποιήσει τα όνειρα του, αγόρασε το δικό του χωράφι, τα δικά του ζα. Παντρεύτηκε και μια καλή γυναίκα . Από την άλλη, ο πατέρας, όσο περνούσε ο καιρός, τόσο και πιο πολύ μαράζωνε.  Του είχε κοστίσει ακριβά η απουσία του γιου του, το είχε καταλάβει έστω και αργά.
 Ώσπου οι δρόμοι τους συναντήθηκαν μια μέρα, καθώς την πόρτα του χτυπούσε με λαχτάρα η μητέρα του, να του πει ότι ο πατέρας του ήταν βαριά άρρωστος, του πεθαμού, και ότι τελευταία του επιθυμία ήταν να δει τον μονάκριβο γιο του. Έτρεξε τότε γρήγορα ο γιος του, με την σκέψη να τον προλάβει, έστω για μια στιγμή. Μετά από λίγη ώρα, έφτασε στο σπίτι. Μόλις τον είδε ο πατέρας, η όψη του άλλαξε, σαν να ζωντάνεψε ξαφνικά και σιγά σιγά του λέει:

 - Συγχώρησε με, μόνο αυτό ζητώ, τίποτε άλλο.   
  
Και σε μια στιγμή όλα άλλαξαν, το μίσος έσβησε και στη θέση του πήρε η αγάπη……..
 

Από το τμήμα Γ3

 Από το Κείμενο στην εικόνα
Από τον μαθητή του Γ3 ΧατζηηΗλία Χαράλαμπο Ανδρέα

Benakis

 

Έτσι αποτύπωσε στο χαρτί ο Χαράλαμπος τον επιβλητικό πατέρα Μπενάκη, μετά την ανάγνωση-ανάλυση  του κειμένου  Πρώτες ενθυμήσεις  της Π.Δέλτα,  στο πλαίσιο του μαθήματος  της Λογοτεχνίας.